- σουλτανικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στο σουλτάνο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σουλτανικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σουλτάνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σουλτάνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Σπ. Βαλέτα, Ιήτη] … Dictionary of Greek